υποτριπλάσιος

υποτριπλάσιος
ία , ον в три раза] меньший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποτριπλάσιος" в других словарях:

  • ὑποτριπλάσιος — subtriple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτριπλάσιος — α, ο / ὑποτριπλάσιος, ον, ΝΜΑ [τριπλάσιος] τρεις φορές μικρότερος από άλλον …   Dictionary of Greek

  • υποτριπλάσιος — α, ο ο τρεις φορές μικρότερος ή λιγότερος από κάτι άλλο: Το 5 είναι υποτριπλάσιο του 15 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτριπλάσιον — ὑποτριπλάσιος subtriple masc/fem acc sg ὑποτριπλάσιος subtriple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»